- σίφνις
- σίφνις, ἡ, acc. sg. σίφνιν,= σιπύα, Hymn.[dialect] Att. ap. Poll.10.162.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σίφνις — αιτ. εν. σίφνιν, ἡ, Α [σιφνός] δοχείο, λάρνακα ή κάδος με αλεύρι, σιπύα* … Dictionary of Greek
σίφνον — Α (κατά τον Ησύχ.) σιπύα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. σίφνις] … Dictionary of Greek
σιπύη — και σιπύα και συπύη, ἡ, Α δοχείο, λάρνακα ή κάδος για αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για σημιτικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. šappu / sappu, φοινικ. sp, εβρ. sap με σημ. «λεκάνη»). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. supu τής γραμμικής Α.… … Dictionary of Greek